-
1 двинуть
ρ.σ.1. βλ. двигать,2. (απλ.) χτυπώ•он его -ул в ухо αυτός τον χτύπησε στο αυτί.
εκφρ.лень двинуть пальцем – από την τεμπελιά δεν κάνω τίποτε, ούτε το δάχτυλο δεν κουνώ•и пальцем не -ну – δεν κάνω την παραμικρή προσπάθεια, δεν προσπαθώ καθόλου.βλ. двигаться.